Φραχτικός

Φραχτικός
η , ό см. φραχτός 4

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "Φραχτικός" в других словарях:

  • φραχτικός — ή, ό, Ν βλ. φρακτικός …   Dictionary of Greek

  • φραχτικός — ή, ό 1. ο κατάλληλος για περίφραξη ή απόφραξη: Φραχτική δεντροστοιχία. 2. το ουδ. πληθ. ως ουσ., φραχτικά τα έξοδα για την περίφραξη (χωραφιού, αμπελιού, οικοπέδου κτό.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φρακτικός — ή, ό / φρακτικός, ή, όν, ΝΑ, και φραχτικός Ν [φρακτός / φραχτός] νεοελλ. 1. ο κατάλληλος για περίφραξη («φρακτική δενδροστοιχία») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα φραχτικά η δαπάνη για την περίφραξη αρχ. μτφ. (για πρόσ.) κατάφρακτος, πάνοπλος… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»